σταλαγματιά

σταλαγματιά
και σταλαματιά, η, Ν [στάλαγμα]
1. σταγόνα
2. παροιμ. α) «σταλαματιά σταλαματιά ως και το μάρμαρο τρυπά» — η επίμονη προσπάθεια, έστω και με περιορισμένα μέσα, είναι αποτελεσματική
β) «σταλαματιά σταλαματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά» — η φειδώ, η οικονομία οδηγεί σε συγκέντρωση αγαθών
3. φρ. «έπεσε η σταλαματιά του» — ξεψύχησε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δακρυοσταλάζω — (για πράγμα) χύνω υγρό σαν δάκρυ, σταλαγματιά σταλαγματιά …   Dictionary of Greek

  • στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • επίσταγμα — το (AM ἐπίσταγμα) [επιστάζω] σταλαγματιά πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • λίβος — (I) λίβος, τὸ (Α) 1. σταλαγμός, σταλαγματιά 2. είδος κολλυρίου 3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα τα δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό τού τόνου]. (II) λίβος, τὸ (Α) είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.… …   Dictionary of Greek

  • μελιρραθάμιγξ — μελιρραθάμιγξ, ιγγος, ό και ἡ (Α) 1. αυτός που στάζει μέλι 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥαθάμιγξ «σταγόνα, σταλαγματιά» (πρβλ. πολυ ρραθάμιγξ)] …   Dictionary of Greek

  • ραίνω — ῥαίνω ΝΜΑ περιβρέχω κάτι με ρανίδες υγρού, ιδίως νερού, ραντίζω (α. «θάλασσα τους θαλασσινούς μην τούς πολυμαραίνεις / ροδόσταμο να γίνεσαι την πόρκα τους να ραίνεις», δημ. τραγούδι β. «ἔρραναν τὸν τάφον αἱ Μυροφόροι μύρα», Ακολουθ. Μεγ.… …   Dictionary of Greek

  • ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • στάγμα — το, ΝΜΑ, και στάμα Ν η σταγόνα καθώς πέφτει, η σταλαγματιά (α. «στάγματα τού κεριού» β. «μελιτείω στάγματι πειθόμενον», Φίλιππ. Θεσσ.) νεοελλ. 1. απόσταγμα 2. η στήλη που σχηματίζουν στο ελαιοτριβείο τα κοφίνια με τον πολτό από τις ελιές μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”